Επιχειρείται διαστρέβλωση της Ιστορίας μας

"Στον Έλληνα δάσκαλο"

του Γρηγορίου Δημ. Ρώντα



    Σεβαστέ μου Δάσκαλε

    Δεν θα πω τ’ όνομά σου, γιατί όλα τα ονόματα τα έχεις, όλων των δασκάλων μου, στα δώδεκα χρόνια που κάθησα στα μαθητικά θρανία. Ζώντων και συγχωρεμένων.

    Αγαπημένε μου δάσκαλε, αγαπημένη μου δασκάλα... Να’ξερες πόσες φορές ήρθες στη θύμησή μου και βούρκωσα. Ακόμα και τώρα στα πενήντα δύο μου χρόνια, πόσες φορές ευχήθηκα νά’χαν εσένα δάσκαλο τα παιδιά μου. Κι όταν στο πρόσωπο κάποιου δασκάλου τους συναντώ εσένα και σ’ αναγνωρίζω από κείνη τη φλόγα στα μάτια, εκείνη την αγάπη σου που μας ζέσταινε ακόμα κι όταν γινόσουν αυστηρός, τότε λέω: «Να! Δεν πέθανε ακόμα η ελπίδα, δες, ακόμα υπάρχουν δάσκαλοι!»

    Σε συνάντησα πολλές φορές, τυχαία, ενήλικος πια. Και κάθε φορά ήταν μεγάλη η χαρά και η συγκίνηση και των δυο μας. Σε συνάντησα πριν χρόνια, Πανεπιστημίου και Μπενάκη κι είχες το πρόσωπο ενός καθηγητή μου της Φυσικής. Ήσουν αυστηρός κι εμείς τα διαβόλια σε πειράζαμε σε κάθε ευκαιρία. Σου είπα πως σ’ ευχαριστώ από καρδιάς για όλα όσα έκανες για μας και που τότε δεν είχαμε την κρίση να εκτιμήσουμε. Κι εκ μέρους όλων των συμμαθητών μου, σου ζήτησα συγγνώμη για όσα «βασανιστήρια» σου είχαμε κάμει. Και τότε, σε είδα, εσένα τον αυστηρό, να δακρύζεις, να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά και να μου λες: «αγόρι μου, κανείς δεν με ανάγκασε να γίνω δάσκαλος. Εγώ τη διάλεξα τη δουλειά μου γιατί την αγαπούσα κι αγαπούσα κι εσάς, όλους σας, κι ας μη σας το’δειχνα». Καλή σου ώρα, δάσκαλε, αν ζεις, Θεός σχωρέσ’ την ψυχούλα σου αν σ’ έχει πάρει κοντά Του.

    Καλέ μου δάσκαλε...

    Δυο κοστουμάκια είχες όλα κι όλα. Ένα για το σχολειό κι ένα για τις Κυριακές και τις γιορτές. Και να χωρέσουν δεν μπορούσαν την καρδιά σου έτσι όπως την άπλωνες και σκέπαζες όλη την τάξη. Πώς να ξεχάσω ότι μας έβλεπες πρώτα σαν ανθρώπους κι ύστερα σαν μαθητές. Ότι ανθρώπους γύρευες να πλάσεις σε κάθε δυνατή ευκαιρία που σου δινόταν. Μας έλεγες καμμιά φορά ότι κι εσύ μαθητής είσαι ακόμα και μελετάς ώρες τα βράδια για να έρθεις την άλλη μέρα στην τάξη να μας διδάξεις. Κι εμείς γελούσαμε...

    Σήμερα όμως δεν γελάμε, βλέποντας τα παιδιά μας ν’ αναμασούν άγευστη, άψυχη και στείρα γνώση, δοσμένη από δασκάλους αναγνώστες κι όχι παιδαγωγούς, γι’ αυτό κι οι εξαιρέσεις οι τιμημένες ξεχωρίζουν όπως τα λούλουδα στα βράχια.

    Πώς να ξεχάσω, δάσκαλε, ότι πέρα και πάνω απ’ το όποιο βιβλίο, άνοιγες τις σελίδες της ψυχής μας κι έγραφες εκεί σημειώσεις και διορθώσεις για τα πάντα. Τα μέσα και τα έξω από την τάξη. Και να δεις με τι ανεξίτηλο μελάνι τις έγραφες, που ακόμα και σήμερα, διαβάζονται. Και να ξέρεις, δάσκαλε, όπου βρίσκεσαι, ότι έπιασαν τόπο και συχνά πυκνά, ανατρέχω στις σημειώσεις σου αυτές και σε ευγνωμονώ κι ας μας φαίνονταν τότε κινέζικα όταν τις έγραφες.

    Τυχαία, μια φορά – οικογενειάρχης πια – καθόμαστε με τα παιδιά σ’ ένα ζαχαροπλαστείο στη Γλυφάδα και πέρασε μια δασκάλα τους καλή, –παλαιάς κοπής λίρα χρυσή – κι ήταν τόσο έντονη η χαρά κι η συγκίνηση της συνάντησης. Και στα παιδιά και στη δασκάλα. Κι ήρθε μου τότε η θύμησή σου ότι τ’ απογεύματα που παίζαμε στη γειτονιά, πάντοτε περνούσες και μας ρωτούσες αν έχουμε διαβάσει και τράβαγες και κάνα σουτ στην μπάλα μας κι ήσουνα μ’ έναν τρόπο μαγικό και δάσκαλος και φίλος και μάνα και πατέρας κι άγγελος-φύλακάς μας.

    Κι όταν περνούσες από την αγορά, έβγαιναν από τα μαγαζιά οι μαγαζάτορες να σε χαιρετήσουν με σεβασμό: «Καλησπέρα δάσκαλε» κι οι γονιοί μας το ίδιο όταν κάθονταν τα καλοκαιρινά βραδάκια στα στέκια της πλατείας, σηκώνονταν και σε προσκαλούσαν με χαρά: «Έλα δάσκαλε να πάρεις κάτι μαζί μας» και μου’χει λείψει αυτή σου η εικόνα κι έχω ανάγκη να την ξαναδώ και να την δουν και τα παιδιά μου.

    Κι άντε τώρα να χωρέσει το μεγαλείο σου στο κεφάλι του κάθε κυρίου Μπράτη και Καλομοίρη. Το πώς στο καλό τα κατάφερνες και ξεπερνούσες κι αυτά ακόμα τα σχολικά βιβλία – τα παρασάγγες ανώτερα από τα σημερινά – και μας μάθαινες κι από τα δικά σου βιβλία τ’ αγορασμένα από το υστέρημά σου, δυο πραγματάκια παραπάνω. Και πόσο χαιρόσουν όταν κάποιοι από μας ανοίγαμε αποβραδίς ένα εξωσχολικό βοήθημα για να σου κάνουμε τον ξερόλα την άλλη μέρα στην παράδοση. Για να μη μιλήσω για τη μαστοριά σου την απαράμιλλη ν’ ανοίγεις παραθυράκια στις εξισώσεις των μαθηματικών και στους τύπους της Χημείας για να περνά στις ψυχές μας με ξαφνικές ριπές τ’ αγέρα σου, η Αρετή.

    Δεν ξέρω αν το συνειδητοποιούσες τότε ότι εσύ κι οι άλλοι κακοπληρωμένοι συνάδελφοί σου ήσασταν η πιο γερή κολόνα που πάνω της στηριζόταν η πατρίδα. Και σήμερα πονώ να τη βλέπω γκρεμισμένη από την άγνοια και τον ωχαδερφισμό κάποιων διαδόχων σου, που επέτρεψαν να υποβαθμιστεί σε υπαλληλίκι το ύψιστο των λειτουργημάτων και να καταπέσει το πνεύμα και το φρόνημά τους από προμαχώνα της πατρίδας σε πεδίο ασκήσεων ξενόδουλων πολιτικάντηδων.

    Μου λείπεις, δάσκαλε. Και στην Ελλάδα λείπεις. Καμμία κυρία Γιαννάκου δεν θα μπορούσε άλλοτε να πατήσει το κάστρο τ’ άπαρτο της ψυχής σου για να αφελληνίσει τα παιδιά μας.Μου λείπει το καλωσόρισμα στ’ αρχονταρίκι της ψυχής σου, που ευώδιαζε μύρο ελληνικό. Κι εκείνη η άσβηστη λάμψη στα μάτια σου μου λείπει, που να τη θαμπώσει δεν μπορούσε το φόντο του φτωχικού σου ρούχου. Μάταια αποζητώ την ασφάλεια της καταφυγής στο σίγουρο λιμάνι σου, σ’ ένα σήμερα κι ένα αύριο ολοένα πιο εχθρικό, αβέβαιο, άψυχο και φτηνό.

    Είμαι βέβαιος πως κάπου στο βάθος της ψυχής πολλών απ’ τους διαδόχους σου, σαν τον Ιωνά στην τεράστια κοιλιά του κήτους, ακόμα τρεμοπαίζει η φλόγα σου, κάτω από τόνους γυαλιστερών καταναλωτικών αγαθών, άγχους, ανασφάλειας κι ατολμίας, απάθειας και συμβιβασμού.

    Σήκω δάσκαλέ μου, αναστήσου, βάλ’τους φωτιά, ξύπνα τους. Γκρέμισε από μπροστά τους τα ψεύτικα είδωλα, δώσε τους ένα χεράκι να σηκωθούν μέχρι το ύψος που έστεκες εσύ και που τρέμουν οι κυβερνήτες μας μήπως το δουν να ορθώνεται πάλι θεόρατο μπροστά τους. Μίλα τους, πες τους πως όσο κατεβαίνουν στους δρόμους ζητώντας μόνο δυο φράγκα παραπάνω, η κάθε Γιαννάκου θα κοιμάται ήσυχη.

    Σήκω όρθιος Έλληνα δάσκαλε, να σε δούμε, να σε καμαρώσουμε και ν’ αναθαρρέψουμε, γιατί μ’ εσένανε σκυφτό, Ελλάδα ορθή δεν πρόκειται ποτέ να δούμε και τ’ αύριό μας σκυφτό θα’ναι κι αυτό και προσκυνημένο.





 


Η κατασκευή της ιστοσελίδος έγινε από τον Κλάδο Διαδικτύου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναπαραγωγή του περιεχομένου χωρίς την γραπτή έγκριση του Οργανισμού.
Copyright(c) 2004

WebDesign by TemplatesBox