Συζητήσεις στον 89,5fm


Νομοσχέδιο-τομή στην Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη




Αθήνα, 21/9/2006


Τομή επιφέρει το νομοσχέδιο για την Εκκλησιαστική δικαιοσύνη, το οποίο συνεζητήθη στην προηγούμενη Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Με το νομοσχέδιο αυτό, επιχειρείται ο εκσυγχρονισμός στο σύστημα απονομής της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης, έτσι ώστε να καταστεί συμβατή με την Ευρωπαϊκή Συνθήκη για τα ανθρώπινα δικαιώματα, δίχως να παραβαίνει τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας. Για το μείζον, ως προς την Εκκλησιαστική ζωή, ζήτημα μίλησαν στον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος και στον Δημήτρη Κοσμόπουλο, Ιεράρχες που μετείχαν στην προηγούμενη ΔΙΣ και νομομαθείς από την νομοπαρασκευαστική επιτροπή. Συγκεκριμένα:

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης, κ. Παύλος, είπε: «Με πολλή χαρά και ευθύνη, τοποθετούμαι επί του ζητήματος. Ο υπάρχων μέχρι σήμερα Κώδικας των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, του 1932, έχει πολλές παραλείψεις και ατέλειες. Εάν ο νέος νόμος αντιπαραβληθεί με τον υπό ψήφισιν νόμο, τότε φαίνεται η διαφορά. Ο Νόμος τίθεται υπό το Εκκλησιολογικό πρίσμα. Αφού η Εκκλησία είναι Θεανθρώπινος Οργανισμός και δεν είναι κάποιο σωματείο. Ο Κύριος μεταξύ άλλων είπε: «Εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα». Πάνω σ’ αυτούς τους λόγους στοιχούντες οι Άγιοι Πατέρες, εν Οικουμενικαίς Συνόδοις, όρισαν τους Ιερούς Κανόνες για όσους παρεκτρέπονται- γιατί και εμείς οι κληρικοί είμεθα άνθρωποι και η Εκκλησία οφείλει να χειραγωγεί. Με πολύ σύνεση και σοφία, οι διακεκριμένοι νομομαθείς εκπρόσωποι της Πολιτείας, αλλά και οι Ιεράρχες, μελέτησαν το νομοσχέδιο, ώστε να δίδεται αξία στο ανθρώπινο πρόσωπο, μέσα στο σύστημα της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης. Γιατί το πρόσωπο είναι ιερό για την παράδοσή μας».

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κυθήρων, κ. Σεραφείμ, τόνισε: «Είναι ένα σπουδαίο νομοσχέδιο που καταστρώθηκε κατόπιν πολλών συσκέψεων υπό την προεδρία του Μακαριωτάτου και την συμμετοχή πολλών νομομαθών. Καλύπτει πολλά κενά, εδραζόμενο στους Ιερούς Κανόνες και παράλληλα στην Ευρωπαϊκή Τάξη Δικαίου. Έχουμε φερ’ ειπείν τομές σχετικές με το Επισκοπικό δικαστήριο. Πριν, αποφασιστική ψήφο είχε μόνο Μητροπολίτης, που ήταν και εισηγητής και κατήγορος. Τώρα έχουμε τον θεσμό του εκδίκου, ενός λογίου νομομαθούς κληρικού, που παίζει τον ρόλο του εισηγητού εισαγγελέως. Τα μέλη του Επισκοπικού Δικαστηρίου θα εκλέγονται από το σώμα των κληρικών και έχουν και αυτά ψήφο. Επίσης, υπάρχει ο θεσμός των πρωτεκδίκων για τα Συνοδικά Δικαστήρια. Σκοπός του νομοσχεδίου είναι να απονεμηθεί η Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη, κατά τον καλύτερο τρόπο».

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας, κ. Ιωήλ, επεσήμανε: «Είναι μια τομή αρκετά σοβαρή στην Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη. Πού έγκειται η τομή; Εδώ και πολλά χρόνια, υπήρχαν παράπονα για την Εκκλησιαστική Διοίκηση, ότι ο εκάστοτε Μητροπολίτης απήγγελε την κατηγορία και έκανε την δίωξη και συνάμα εδίκαζε και εξέδιδε την απόφαση. Βεβαίως, αυτά κάποτε ίσχυαν λόγω των Ιερών Κανόνων, αλλά με το νέο νομοσχέδιο, έχουμε μια σύζευξη των Κανόνων της Εκκλησίας, με τα ισχύοντα στα δικαστήρια σήμερα. Έτσι, αφαιρούνται τα επιχειρήματα από εκείνους οι οποίοι έκαναν κριτική στην Εκκλησία και στην απονομή Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης. Βεβαίως, η Εκκλησία λειτούργησε με βάση προγενέστερες συζητήσεις δεκαετιών για το θέμα και δεν λειτούργησε υπό το κράτος τρεχόντων πιέσεων. Εισάγεται ο θεσμός του εκδίκου (δηλαδή ενός είδους εκκλησιαστικού εισαγγελέως), που είναι διορισμένος για τρία χρόνια και προτείνεται από τον Μητροπολίτη. Ο πρωτέκδικος, τώρα, είναι κατ’ αναλογίαν, ο Γενικός Εισαγγελεύς και είναι Αρχιερεύς εκ των εν’ ενεργεία, των σχολαζόντων ή των τητουλαρίων Μητροπολιτών. Αυτός ασχολείται με το εάν θα πρέπει να γίνει αναψηλάφηση της δίκης ή εκ νέου απαγγελία κατηγορίας. Θεωρώ ότι το νομοσχέδιο είναι μια σημαντική εξέλιξη, για την ζωή της Εκκλησίας».

Ο Επίτιμος Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και μέλος της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, κ. Αναστάσιος Μαρίνος, τόνισε: «Με το σχέδιο νόμου το οποίο ετοίμασε η ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή για τα εκκλησιαστικά δικαστήρια καταργείται ο παλαιός νόμος του 1932 και ο θεσμός των εκκλησιαστικών δικαστηρίων προσαρμόζεται στις απαιτήσεις, οι οποίες επιβάλλουν τα όργανα αυτά της Εκκλησίας να λειτουργούν κατά τρόπον ο οποίος δεν θα αφήνει αμφιβολίες ότι η κρίση τους περί της ενοχής του συγκεκριμένου- κάθε φορά- κληρικού, ο οποίος ελέγχεται για διαπραχθέντα υπ’ αυτού κανονικά παραπτώματα, είναι αντικειμενική και σύμφωνη με τον νόμο και τους Ιερούς Κανόνες».

Ο καθηγητής στη νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Μπάμπης Χρυσανθάκης, είπε τα εξής: «Είχα την τιμή και την ιδιαίτερη χαρά να συμμετέχω στις συζητήσεις της επιτροπής. Ο Νόμος που, μέχρι τώρα, ισχύει είναι ο νόμος του 1932, ο οποίος για μεγάλο διάστημα κάλυψε ανάγκες με επάρκεια. Όμως, τα δεδομένα έχουν αλλάξει και χρειαζόταν νέος θεσμικός νόμος για την λειτουργία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, με βάση το Σύνταγμα, την τάξη Δικαίου και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Έγινε προσπάθεια να εμπλουτισθεί ο νόμος ο παλαιός και όχι να ανατραπεί. Με τον θεσμό του εκδίκου και του πρωτεκδίκου δημιουργούνται σημαντικές καινοτομίες. Έχουμε μια εξαιρετικά στέρεη αποδεικτική διαδικασία, υπάρχει ο θεσμός της αναθεωρήσεως, για ζητήματα κεντρικής σημασίας, που άπτονται των Ιερών Κανόνων. Μιλούμε για μια καινούργια ημέρα στην Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη».


Εκ του Ραδιοφωνικού Σταθμού




 


Η κατασκευή της ιστοσελίδος έγινε από τον Κλάδο Διαδικτύου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναπαραγωγή του περιεχομένου χωρίς την γραπτή έγκριση του Οργανισμού.
Copyright(c) 2004

WebDesign by TemplatesBox